Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Το σκέπτεσθαι πολύ…μεγαλώνει τον εγκέφαλο

Τις επιπτώσεις της σκέψης στον εγκέφαλο εξέτασαν Βρετανοί επιστήμονες, καταλήγοντας σε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την αξία των «διεργασιών προβληματισμού» στον άνθρωπο.

Όπως έδειξε η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Science», αυτοί που τείνουν να σκέφτονται περισσότερο έχουν περισσότερα κύτταρα σε μία συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, τους εμπρόσθιους λοβούς- κάτι που σημαίνει διαφοροποίηση όσον αφορά το μέγεθος του εγκεφάλου.

Ωστόσο, όπως έδειξε η μελέτη, υπάρχουν πάντα και αυτοί οι οποίοι…σκέφτονται υπερβολικά: οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πιο αδύναμη μνήμη και είναι πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη.

Ο Στίβεν Φλέμινγκ, μέλος της ομάδας του University College London (UCL) που έκανε την έρευνα, περιέγραψε τη διαδικασία ως εξής: «φανταστείτε ότι βρίσκεστε σε ένα τηλεπαιχνίδι όπως το 'Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος', και δεν είστε σίγουροι σχετικά με το ποια ακριβώς είναι η σωστή απάντηση, Ξέροντας αυτό, είναι πολύ πιο απλό να ζητήσετε τη βοήθεια του κοινού».

Στο πλαίσιο της έρευνας, ερωτήθηκαν 32 εθελοντές σχετικά με το ποιες θα ήταν οι επιλογές τους σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις, που απαιτούσαν τη λήψη δύσκολων αποφάσεων- όπως να δουν δύο πολύ παρεμφερείς εικόνες μαύρων/γκρίζων αποχρώσεων και να πουν ποιας το χρώμα ήταν πιο «απαλό».

Το επόμενο στάδιο ήταν να πουν πόσο σίγουροι ήταν για την απάντησή τους, σε μία κλίμακα από το 1 μέχρι το 6. Αν και ήταν μάλλον δύσκολο να εντοπιστούν οι διαφορές, οι εικόνες τροποποιήθηκαν έτσι ώστε κανείς να μην δυσκολευτεί περισσότερο ή λιγότερο από κάποιον άλλο.

Αυτοί οι οποίοι ήταν πιο σίγουροι για τις απαντήσεις τους ήταν αυτοί που είχαν περισσότερα εγκεφαλικά κύτταρα στο εμπρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου τους. Το τμήμα αυτό συνδέεται με πολλές εγκεφαλικές και πνευματικές λειτουργίες, όπως ο αυτισμός. Προηγούμενες μελέτες έχουν ασχοληθεί με το πώς λειτουργεί εκείνο το τμήμα κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, αλλά ποτέ δεν είχε εξεταστεί το αν υπάρχουν και ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις διαδικασίες που παρατηρούνται σε κάθε άτομο.

Σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν διαφορές στο μέγεθος του εν λόγω τμήματος, οι οποίες εξαρτώνται από το πόσο το κάθε άτομο σκέφτεται όταν λαμβάνει αποφάσεις.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι η διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών πάνω στο θέμα θα βοηθήσει ανθρώπους που πάσχουν από πνευματικά νοσήματα.

Η δρ. Ριμόνα Γουάιλ, του UCL, μία εκ των συντελεστών της έρευνας, εξέφρασε την πεποίθησή της για την αξία των εν λόγω πορισμάτων: «πιστεύω ότι είναι μεγάλη η σημασία αυτών των ευρημάτων για ασθενείς που πάσχουν από πνευματικά νοσήματα, οι οποίοι ενδεχομένως να μην γνωρίζουν πολλά για τα προβλήματά τους».

Επίσης, πρόσθεσε ότι υπάρχουν ελπίδες ότι θα βελτιωθεί η δυνατότητα των ασθενών να αναγνωρίζουν ότι έχουν κάποιου πάθηση και να θυμούνται να παίρνουν τα φάρμακά τους.

Ωστόσο, η πολλή (υπέρ του δέοντος) σκέψη ίσως να μην είναι πολύ καλό πράγμα.

Η ψυχολόγος Τρέισι Άλογουεϊ, του πανεπιστημίου του Στέρλινγκ είπε ότι η τάση κάποιων ανθρώπων να προβληματίζονται πάρα πολύ ενδεχομένως να αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης.


ΠΗΓΗ kathimerini.gr με πληροφορίες από BBC