Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Αποδεκατίζει τους φοίνικες το κόκκινο σκαθάρι

Απλώνεται απειλητικά η «κατάρα» του κόκκινου σκαθαριού ανά την ελληνική επικράτεια, που σε μικρό χρονικό διάστημα κατατρώει τους φοίνικες μέχρι να «καούν».

Μόλις το δένδρο προσβληθεί από το «σκαθάρι του Φαραώ» -όπως λέγεται αλλιώς το καταστροφικό έντομο- ξεραίνεται, αναδύοντας ιδιαιτέρως δυσάρεστη ορμή και έχοντας προηγουμένως μολύνει και τα υπόλοιπα δένδρα γύρω του. Δυστυχώς, η διάγνωση της προσβολής δεν είναι αντιληπτή στα πρώτα στάδια και όταν πια το πρόβλημα ταυτοποιείται, είναι αργά.

Το έντομο εντοπίσθηκε για πρώτη φορά, σε φυτεία καφέ στην Κεϋλάνη κι έκτοτε εξαπλώθηκε στην Ινδία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο και την Ισπανία, για να φτάσει και στην Ελλάδα. Τα πρώτα κρούσματα του κόκκινου σκαθαριού εμφανίστηκαν στην Κρήτη, όπου καταγράφηκαν τα περισσότερα «θύματα» στο περίφημο φοινικόδασος Βάι της Σητείας και ακολούθως εντοπίσθηκε στη Ρόδο, το Λαύριο, τον Ωρωπό, τη Ζάκυνθο, την Εύβοια, την Κεφαλονιά, την Αιτωλοακαρνανία και τέλος, την Αθήνα, όπου έπληξε τα δένδρα του Εθνικού Κήπου.

Στην Ελλάδα έφτασε γύρω στο 2001, μέσω της εισαγωγής φοινικόδεντρων μεγάλου μεγέθους, από την Αίγυπτο και για τον λόγο αυτό ονομάσθηκε «κατάρα του Φαραώ», δεδομένου ότι αναπαράγεται και μεταδίδεται ταχύτατα, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν εξοντώνεται με έναν κοινό ψεκασμό. Γι αυτό και σε αρκετές περιοχές, όπου έκανε την εμφάνισή του, τοπικές αρχές και ιδιοκτήτες κήπων με φοίνικες αναγκάστηκαν να κόψουν και να θάψουν, ή να κάψουν, τα άρρωστα δένδρα, προκειμένου να περιορίσουν την εξάπλωση του καταστροφικού εντόμου.

Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο εντομολόγος, ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, Πάνος Πετράκης, ο γνωστός στους επιστήμονες ως «ρυγχοκάνθαρος» μοιάζει με τα κοινά σκαθάρια, έχει βυσσινο-καφέ χρώμα και το μήκος του φθάνει τα τρία εκατοστά. Γεννά από 50 έως και 500 αβγά μέσα σε τρύπες στον κορμό του φοίνικα. Τα αβγά εκκολάπτονται ταχύτατα και σε χρόνο από δύο έως πέντε μέρες, βγαίνουν ως κάμπιες και τρέφονται από τα πάνω ακραία φυλλώματα και τον κορμό του δένδρου. Τα φύλλα πέφτουν και το δένδρο ξεραίνεται. Το δε σκαθάρι, το οποίο έχει τη δυνατότητα να πετάξει σε απόσταση ακόμη και 20 χιλιομέτρων, έχει ήδη εγκατασταθεί στα γειτονικά νέα του «θύματα».

Ένας συνήθης, αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα και κυρίως επικίνδυνος για το περιβάλλον τρόπος αντιμετώπισης του σκαθαριού, είναι ο ψεκασμός των προσβεβλημένων φοινίκων με δηλητηριώδη φυτοφάρμακα.

«Το Imidacloprid είναι ένα από αυτά. Προκαλεί υπoθνησιγόνα συμπτώματα στις μέλισσες, που επισκέπτονται τον φοίνικα, αυτές μεταφέρουν το χημικό στις κυψέλες τους και το αποτέλεσμα είναι να βρίσκουμε το φυτοφάρμακο στο μέλι», εξηγεί ο κ. Πετράκης και συμπληρώνει: «Ούτε προληπτικά δεν θα έπρεπε να ραντίζουμε. Δεν υπάρχει προληπτικό ράντισμα. Τα φυτά δεν έχουν ανοσοποιητικό σύστημα. Το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να δημιουργήσουμε μία περιοχή αερίων, βλάπτοντας το οικοσύστημα και τελικά τον εαυτό μας».

Οικολογική λύση αποτελούν οι εντομοπαθογόνοι νηματώδεις. Είναι σκουλήκια, μήκους μόλις ενός χιλιοστού, ακίνδυνα για τον φοίνικα, τα οποία αναπτύσσονται τρώγοντας το σκαθάρι.

Ο κ. Πετράκης εξηγεί: «Μόλις εντοπισθεί το σκαθάρι, τοποθετούνται πάνω στον κορμό. Με καλό καιρό και με λίγο πότισμα μπαίνουν μέσα στο φυτό και σκοτώνουν όλα τα καταστροφικά έντομα. Αυτό βέβαια, πρέπει να γίνει έγκαιρα, γιατί αν δεν γίνει, η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη».

Ωστόσο, ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να αντιμετωπιστεί το κόκκινο σκαθάρι είναι η πρόληψη.

«Το πολύ σοβαρό θέμα για τη χώρα μας, είναι ότι δεν γινόταν κατά το παρελθόν, κανένας ουσιαστικός έλεγχος, στην εισαγωγή φυτών από το εξωτερικό. Οι υποδομές υπάρχουν και το νομοθετικό πλαίσιο ισχύει από το 1993, βάσει των οδηγιών της ΕΕ. Το αποτέλεσμα είναι να εισάγουμε ανεξέλεγκτα, προσβεβλημένα από διάφορες ασθένειες και παράσιτα φυτά», σημειώνει ο κ. Πετράκης και προσθέτει: «Η δικαιολογία είναι ότι δεν πρέπει να παρεμποδίζεται το εμπόριο. Μόνο, που πρέπει να μπουν σαφείς όροι εισαγωγής. Τον τελευταίο χρόνο, βέβαια, έχουν ενταθεί οι έλεγχοι, ωστόσο χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι θέμα δημόσιας υγείας και όχι ελευθερίας της αγοράς».

ΠΗΓΗ real.gr